λευκιππος

λευκιππος
    λεύκιππος
    λεύκ-ιππος
    2
    1) едущий на белых конях
    

(Αἰνιὰν γένος Soph.)

    2) полный белых коней
    

(ἀγυιαί Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "λευκιππος" в других словарях:

  • Λεύκιππος — riding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκιππος — riding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύκιππος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας και ιδρυτής της «επί Μαιάνδρω» Μαγνησίας. Ήταν γιος του Ξάνθιου και απόγονος του Βελλεροφόντη. Όπως αναφέρει ο Ερμησιάναξ (4ος 3ος αι. π.Χ.), διακρινόταν για τη μεγάλη σωματική του δύναμη και τις εξαιρετικές …   Dictionary of Greek

  • λεύκιππον — λεύκιππος riding masc/fem acc sg λεύκιππος riding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκίπποιο — Λεύκιππος riding masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκίπποιο — λεύκιππος riding masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκίπποις — Λεύκιππος riding masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκίπποις — λεύκιππος riding masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκίπποισι — Λεύκιππος riding masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκίπποισι — λεύκιππος riding masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευκίππου — Λεύκιππος riding masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»